τρέφεις

τρέφεις
τρέφω
thicken
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγάληνος — καλλιγάληνος, δωρ. τ. καλλιγάλανος, ον (Α) φρ. «πρόσωπα καλλιγάλανα» μορφές ωραίες και γαλήνιες, όμορφες μέσα στην ηρεμία τους («σὺ δὲ πρόσωπα νεαρὰ χάρισι παρὰ Διὸς θρόνοις καλλιγάλανα τρέφεις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γαλήνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”